ἐξαγώγιμος

ἐξαγώγιμος
ἐξαγώγ-ιμος, ον,
A exportable,

ἐξαγώγιμον ποιεῖν τι Lycurg.26

;

τὰ ἐξαγώγιμα

exports,

Arist. Oec. 1345b21

.
2 unsettled, migratory, of people, v.l. for εἰς-, E.Fr.360.10.
II for drawing off water,

αἱ ἐ. τῶν ὑδάτων τάφροι D.H.4.44

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξαγώγιμος — η, ο (Α ἐξαγώγιμος, ον) [εξαγωγή] (για εμπορεύματα) ο κατάλληλος για εξαγωγή αρχ. 1. (για λαό) αυτός που μεταναστεύει συχνά 2. ο χρήσιμος για εξαγωγή («τὰς ἐξαγωγίμους τῶν ὑδάτων τάφρους», Δίον. Αλ.) 3. (το ουδ, πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐξαγώγιμα τα… …   Dictionary of Greek

  • εξαγώγιμος, -η — ο ο κατάλληλος ή άξιος για εξαγωγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαγώγιμον — ἐξαγώγιμος exportable masc/fem acc sg ἐξαγώγιμος exportable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγωγίμους — ἐξαγώγιμος exportable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγωγίμων — ἐξαγώγιμος exportable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγώγιμα — ἐξαγώγιμος exportable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκφορος — η, ο (AM ἔκφορος, ον) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι έκφοροι ναυτ. τα σχοινιά τής κατώτερης σειράς που χρησιμεύουν για τη συστολή ή διαστολή τών ιστίων, κοιν. μαντιζέλο μσν. ο γνωστός σε όλους αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να φέρει έξω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”